παραγώγιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραγώγιση | οι | παραγωγίσεις |
γενική | της | παραγώγισης* | των | παραγωγίσεων |
αιτιατική | την | παραγώγιση | τις | παραγωγίσεις |
κλητική | παραγώγιση | παραγωγίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραγωγίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραγώγιση < παραγωγίζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραγώγιση θηλυκό
- (μαθηματικά) η διαδικασία εύρεσης της παραγώγου μίας συνάρτησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραγώγιση
|