διαφόριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαφόριση | οι | διαφορίσεις |
γενική | της | διαφόρισης* | των | διαφορίσεων |
αιτιατική | τη | διαφόριση | τις | διαφορίσεις |
κλητική | διαφόριση | διαφορίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαφορίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαφόριση < διαφορίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαφόριση θηλυκό
- η ενέργεια του διαφορίζω, το να βρω την παράγωγο μιας συνάρτησης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαφόριση