Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌdɪfərɛnʃɪˈeɪʃn/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

differentiation (en)

  1. η διαφοροποίηση
  2. ο διαφορισμός

Εκφράσεις επεξεργασία

  • (something) is a differentiation from (something): το τάδε αποτελεί διαφοροποίηση του τάδε