differentiation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- differentiation < differentiate + -ion
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌdɪfərɛnʃɪˈeɪʃn/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdifferentiation (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η διαφοροποίηση, επισήμανση διαφορών ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πράγματα
- ⮡ There must be a differentiation between the two cases.
- Πρέπει να γίνει μια διαφοροποίηση των δύο περιπτώσεων.
- ⮡ There must be a differentiation between the two cases.
- (μη μετρήσιμο) η διάκριση, η αντιμετώπιση ανθρώπων ή πραγμάτων με διαφορετικούς τρόπους, ιδιαίτερα άδικα
- ⮡ The government should not make any differentiation and treat only its supporters favorably.
- Η κυβέρνηση δεν πρέπει να κάνει διακρίσεις και να αντιμετωπίζει ευνοϊκά μόνο τους οπαδούς της.
- ≈ συνώνυμα: discrimination
- ⮡ The government should not make any differentiation and treat only its supporters favorably.
- (μη μετρήσιμο, βιολογία) η διαφοροποίηση