Ετυμολογία

επεξεργασία
differentiation < differentiate + -ion

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌdɪfərɛnʃɪˈeɪʃn/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

differentiation (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η διαφοροποίηση, επισήμανση διαφορών ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πράγματα
    ⮡  There must be a differentiation between the two cases.
    Πρέπει να γίνει μια διαφοροποίηση των δύο περιπτώσεων.
  2. (μη μετρήσιμο) η διάκριση, η αντιμετώπιση ανθρώπων ή πραγμάτων με διαφορετικούς τρόπους, ιδιαίτερα άδικα
    ⮡  The government should not make any differentiation and treat only its supporters favorably.
    Η κυβέρνηση δεν πρέπει να κάνει διακρίσεις και να αντιμετωπίζει ευνοϊκά μόνο τους οπαδούς της.
     συνώνυμα: discrimination
  3. (μη μετρήσιμο, βιολογία) η διαφοροποίηση