Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιάφορα < αδιάφορος

  Επίρρημα επεξεργασία

αδιάφορα

Κοιτούσε αδιάφορα τους περαστικούς

  Μεταφράσεις επεξεργασία