αδιάφορα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αδιάφορα < αδιάφορος
Επίρρημα
επεξεργασία
αδιάφορα
- χωρίς την εκδήλωση ενδιαφέροντος
- Κοιτούσε αδιάφορα τους περαστικούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδιάφορα