απαξιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απαξιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαξιῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπαξιόω.[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε απ- + αξιώ
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pa.ksiˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ξι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασία
απαξιώ, -οίς, -οί, ..., αόρ.: απαξίωσα (χωρίς παθητική φωνή) για άλλους χρόνους → δείτε τη λέξη απαξιώνω
- (λόγιο ή ειρωνικό, + να) απαξιώνω στη σημασία: δεν καταδέχομαι (να)
απαξιώ να σου απαντήσω
Αν και πέρασαν δύο 24ωρα, εσείς απαξιούτε να σχολιάσετε τις δηλώσεις του βουλευτή σας.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη απαξιώνω
Κλίση
επεξεργασία- Η αρχαία κατάληξη του ρήματος σε -όω, μας δίνει: -ώ, -οίς, -οί, -ούμε, -οίτε/-ούτε, -ούν.
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ απαξιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ απαξιώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας