Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

αξιώ (el) και αξιώνω

  1. ζητώ επιτακτικά
  2. αναγνωρίζω κάποιον ή κάτι
    • θεωρώ ότι κάτι ισχύει