Ετυμολογία

επεξεργασία
καμμυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καμμύω

καμμυμένος, -η, -ον

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καμμύω
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 11, στ. 14 (12-14) @georgakas.lit.auth.gr
    Μμάτια μου, ἀφὸν βιγλᾶτε κοιμισμένα
    κεῖνον ποὺ θέλω πάντα νὰ θωρῆτε,
    μείνετε μέραν νύχταν καμμυμένα.
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • καμμυμένα (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού ουδετέρου γένους)