καταπραΰνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
καταπραΰνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καταπραΰνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπραΰνομαι | καταπραϋνόμουν(α) | θα καταπραΰνομαι | να καταπραΰνομαι | ||
β' ενικ. | καταπραΰνεσαι | καταπραϋνόσουν(α) | θα καταπραΰνεσαι | να καταπραΰνεσαι | (καταπραΰνου) | |
γ' ενικ. | καταπραΰνεται | καταπραϋνόταν(ε) | θα καταπραΰνεται | να καταπραΰνεται | ||
α' πληθ. | καταπραϋνόμαστε | καταπραϋνόμαστε καταπραϋνόμασταν |
θα καταπραϋνόμαστε | να καταπραϋνόμαστε | ||
β' πληθ. | καταπραΰνεστε | καταπραϋνόσαστε καταπραϋνόσασταν |
θα καταπραΰνεστε | να καταπραΰνεστε | (καταπραΰνεστε) | |
γ' πληθ. | καταπραΰνονται | καταπραΰνονταν καταπραϋνόντουσαν |
θα καταπραΰνονται | να καταπραΰνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπραΰνθηκα | θα καταπραϋνθώ | να καταπραϋνθώ | καταπραϋνθεί | ||
β' ενικ. | καταπραΰνθηκες | θα καταπραϋνθείς | να καταπραϋνθείς | καταπραΰνσου | ||
γ' ενικ. | καταπραΰνθηκε | θα καταπραϋνθεί | να καταπραϋνθεί | |||
α' πληθ. | καταπραϋνθήκαμε | θα καταπραϋνθούμε | να καταπραϋνθούμε | |||
β' πληθ. | καταπραϋνθήκατε | θα καταπραϋνθείτε | να καταπραϋνθείτε | καταπραϋνθείτε | ||
γ' πληθ. | καταπραΰνθηκαν καταπραϋνθήκαν(ε) |
θα καταπραϋνθούν(ε) | να καταπραϋνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταπραϋνθεί | είχα καταπραϋνθεί | θα έχω καταπραϋνθεί | να έχω καταπραϋνθεί | καταπραϋμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταπραϋνθεί | είχες καταπραϋνθεί | θα έχεις καταπραϋνθεί | να έχεις καταπραϋνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταπραϋνθεί | είχε καταπραϋνθεί | θα έχει καταπραϋνθεί | να έχει καταπραϋνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπραϋνθεί | είχαμε καταπραϋνθεί | θα έχουμε καταπραϋνθεί | να έχουμε καταπραϋνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταπραϋνθεί | είχατε καταπραϋνθεί | θα έχετε καταπραϋνθεί | να έχετε καταπραϋνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπραϋνθεί | είχαν καταπραϋνθεί | θα έχουν καταπραϋνθεί | να έχουν καταπραϋνθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπραΰνομαι
|