ὄνος ἄγων μυστήρια
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
ὄνος ἄγων μυστήρια
- (για άνθρωπο) που είναι βαρυφορτωμένος
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 159 (159-160)
- ὴ τὸν Δί᾽ ἐγὼ γοῦν ὄνος ἄγω μυστήρια. | ἀτὰρ οὐ καθέξω ταῦτα τὸν πλείω χρόνον.
- Και, στα μυστήρια, εγώ ᾽μαι το γαϊδούρι. | Μα δε θα σκώνω πια άλλο το φορτιό μου.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ὴ τὸν Δί᾽ ἐγὼ γοῦν ὄνος ἄγω μυστήρια. | ἀτὰρ οὐ καθέξω ταῦτα τὸν πλείω χρόνον.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 159 (159-160)
Πηγές επεξεργασία
- ὄνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.