Δείτε επίσης: ἀγών

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀ˘γοντ-
ονομαστική ἄγων ἄγουσ τὸ ἄγον
      γενική τοῦ ἄγοντος τῆς ἀγούσης τοῦ ἄγοντος
      δοτική τῷ ἄγοντ τῇ ἀγούσ τῷ ἄγοντ
    αιτιατική τὸν ἄγοντ τὴν ἄγουσᾰν τὸ ἄγον
     κλητική ! ἄγων ἄγουσ ἄγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἄγοντες αἱ ἄγουσαι τὰ ἄγοντ
      γενική τῶν ἀγόντων τῶν ἀγουσῶν τῶν ἀγόντων
      δοτική τοῖς ἄγουσῐ(ν) ταῖς ἀγούσαις τοῖς ἄγουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἄγοντᾰς τὰς ἀγούσᾱς τὰ ἄγοντ
     κλητική ! ἄγοντες ἄγουσαι ἄγοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἄγοντε τὼ ἀγούσ τὼ ἄγοντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀγόντοιν τοῖν ἀγούσαιν τοῖν ἀγόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ἄγων, -ουσα, -ον

  Πηγές επεξεργασία