Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλχημιστικός η αλχημιστική το αλχημιστικό
      γενική του αλχημιστικού της αλχημιστικής του αλχημιστικού
    αιτιατική τον αλχημιστικό την αλχημιστική το αλχημιστικό
     κλητική αλχημιστικέ αλχημιστική αλχημιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλχημιστικοί οι αλχημιστικές τα αλχημιστικά
      γενική των αλχημιστικών των αλχημιστικών των αλχημιστικών
    αιτιατική τους αλχημιστικούς τις αλχημιστικές τα αλχημιστικά
     κλητική αλχημιστικοί αλχημιστικές αλχημιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλχημιστικός < αλχημιστής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αλχημιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία