↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μάγευμᾰ τὰ μαγεύμᾰτ
      γενική τοῦ μαγεύμᾰτος τῶν μαγευμᾰ́των
      δοτική τῷ μαγεύμᾰτ τοῖς μαγεύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μάγευμᾰ τὰ μαγεύμᾰτ
     κλητική ! μάγευμᾰ μαγεύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαγεύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  μαγευμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μάγευμα < μαγεύ(ω) + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάγευμα, -ατος ουδέτερο

  1. μαγικό τέχνασμα
  2. (στον πληθυντικό μαγεύματα) μάγια, μαγική απάτη, γητειές, μαγικά φίλτρα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .