Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διυλιστήριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
διυλιστήρι
ο
τα
διυλιστήρι
α
γενική
του
διυλιστηρί
ου
&
διυλιστήρι
ου
των
διυλιστηρί
ων
αιτιατική
το
διυλιστήρι
ο
τα
διυλιστήρι
α
κλητική
διυλιστήρι
ο
διυλιστήρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διυλιστήριο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διυλιστήριο
ουδέτερο
εγκατάσταση επεξεργασίας πετρελαίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διυλιστήριο
γαλλικά
:
raffinerie
(fr)
,
distillerie
(fr)