ενικός         πληθυντικός  
potion potions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

potion (en)

  • το φίλτρο, το παρασκεύασμα
      a love/magic potion - ερωτικό/μαγικό φίλτρο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

potion (fr) θηλυκό