potion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
potion | potions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpotion (en)
- το φίλτρο, το παρασκεύασμα
- ⮡ a love/magic potion - ερωτικό/μαγικό φίλτρο
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpotion (fr) θηλυκό
- φίλτρο (παρασκεύασμα)