Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακώνω < αρχαία ελληνική φαρμακόω-φαρμακῶ

φαρμακώνω

  1. δηλητηριάζω κάποιον με τοξική ουσία, με φαρμάκι, του δίνω δηλητήριο
  2. πικραίνω κάποιον βαθύτατα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία