↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρμακώδης η φαρμακώδης το φαρμακώδες
      γενική του φαρμακώδους της φαρμακώδους του φαρμακώδους
    αιτιατική τον φαρμακώδη τη φαρμακώδη το φαρμακώδες
     κλητική φαρμακώδη(ς) φαρμακώδης φαρμακώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρμακώδεις οι φαρμακώδεις τα φαρμακώδη
      γενική των φαρμακωδών των φαρμακωδών των φαρμακωδών
    αιτιατική τους φαρμακώδεις τις φαρμακώδεις τα φαρμακώδη
     κλητική φαρμακώδεις φαρμακώδεις φαρμακώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακώδης < αρχαία ελληνική φαρμακώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

φαρμακώδης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Επίθετο

επεξεργασία

φαρμακώδης

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883