μαγγανεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μαγγανεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαγγανεία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maŋ.gaˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαγ‐γα‐νεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μαγγανείᾱ | αἱ | μαγγανεῖαι |
γενική | τῆς | μαγγανείᾱς | τῶν | μαγγανειῶν |
δοτική | τῇ | μαγγανείᾳ | ταῖς | μαγγανείαις |
αιτιατική | τὴν | μαγγανείᾱν | τὰς | μαγγανείᾱς |
κλητική ὦ! | μαγγανείᾱ | μαγγανεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαγγανείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαγγανείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαγγανεία < μαγγανεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαγγανεία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία
- μαγγανεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.