πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαγγανεί αἱ μαγγανεῖαι
      γενική τῆς μαγγανείᾱς τῶν μαγγανειῶν
      δοτική τῇ μαγγανεί ταῖς μαγγανείαις
    αιτιατική τὴν μαγγανείᾱν τὰς μαγγανείᾱς
     κλητική ! μαγγανεί μαγγανεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαγγανεί
γεν-δοτ τοῖν  μαγγανείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

μαγγανεία < μαγγανεύω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγγανεία θηλυκό