ἄκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἄκος | τὰ | ἄκη - ἄκεᾰ |
γενική | τοῦ | ἄκους - ἄκεος | τῶν | ἀκῶν - ἀκέων |
δοτική | τῷ | ἄκει - ἄκεῐ̈ | τοῖς | ἄκεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἄκος | τὰ | ἄκη - ἄκεα |
κλητική ὦ! | ἄκος | ἄκη - ἄκεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄκει - ἄκεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκοῖν - ἀκέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄκος < ρίζα -ακ ή -ακεσ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄκος, -εος/ους ουδέτερο
- ίαση, θεραπεία, γιατρειά, ανακούφιση
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 481 (481-482)
- «οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ, | ὄφρα θεειώσω μέγαρον·
- «Φέρε μου θειάφι, που ξορκίζει το κακό, γερόντισσα, φέρε μου | και φωτιά για να θειαφίσω το παλάτι·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «Φέρε θειάφι, γερόντισσα, θεραπεία των κακών, φέρε μου | και φωτιά για να θειαφίσω το παλάτι·
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- «Φέρε μου θειάφι, που ξορκίζει το κακό, γερόντισσα, φέρε μου | και φωτιά για να θειαφίσω το παλάτι·
- «οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ, | ὄφρα θεειώσω μέγαρον·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 367 (365-367)
- οὔτοι κάθησθε δωμάτων ἐφέστιοι | ἐμῶν. τὸ κοινὸν δ᾽ εἰ μιαίνεται πόλις, | ξυνῇ μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη.
- Δεν είστε ικέτες καθισμένοι στην εστία των δικώ μου σπιτιών. | κι αφού το μίασμα σ᾽ όλη την πόλη ᾽ναι να ᾽ρθει, | κοινή φροντίδα ας λάβει να βρει ο λαός τη γιατρειά·
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- οὔτοι κάθησθε δωμάτων ἐφέστιοι | ἐμῶν. τὸ κοινὸν δ᾽ εἰ μιαίνεται πόλις, | ξυνῇ μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 387
- ἄκος δὲ πᾶν μάταιον.
- κάθε πια γιατρειά είναι χαμένη.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἄκος δὲ πᾶν μάταιον.
- ※ 4ος πκε αιώνας, Μαρμάρινη επιγραφή από την Αιγιάλη της Αμοργού. IG XII,7. @epigraphy.packhum.org
- ὃς πολλοῖς θνητῶν τειρομένοισι ν[όσοις]
[ε]ὗρεν ἄκη, θανάτοιο δυσέλπιδος οἶτον ἀλ[έξων]·
Μαιάνδρου δὲ πατρὸς τὴν ἀρετὴν ἔλα[χεν].- Peter Allan Hansen, Carmina epigraphica Graeca: saeculi IV a.Chr.n. : CEG2, Τόμος 2, Berlin 1989, σελ. 125. @books.google.gr
- ὃς πολλοῖς θνητῶν τειρομένοισι ν[όσοις]
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 481 (481-482)
- μέσο επιτυχίας, μέσο επίτευξης σκοπού
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1055 (1055-1056)
- σωτηρίας δὲ τοῦτ᾽ ἔχει τί νῶιν ἄκος; | παλαιότης γὰρ τῶι λόγωι γ᾽ ἔνεστί τις.
- Κι αυτό πώς θα μπορέσει να μας σώσει; | Παλιό το τέχνασμά σου και δεν πιάνει.
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- σωτηρίας δὲ τοῦτ᾽ ἔχει τί νῶιν ἄκος; | παλαιότης γὰρ τῶι λόγωι γ᾽ ἔνεστί τις.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1055 (1055-1056)
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.