Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πανάκεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πανάκει
α
οι
πανάκει
ες
γενική
της
πανάκει
ας
των
πανακει
ών
αιτιατική
την
πανάκει
α
τις
πανάκει
ες
κλητική
πανάκει
α
πανάκει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πανάκεια
<
αρχαία ελληνική
πανακής
<
παν-
+
ἄκος
(θεραπεία, φάρμακο)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
paˈna.ci.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πανάκεια
θηλυκό, μόνο στον ενικό
το
φάρμακο
που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες
(
μεταφορικά
)
η
λύση
, η
θεραπεία
για όλα τα προβλήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πανάκεια
αγγλικά
:
panacea
(en)
γαλλικά
:
panacée
(fr)
γερμανικά
:
Allheilmittel
(de)
πολωνικά
:
panaceum
(pl)