Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακός < φάρμακον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρμακός αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο δηλητηριαστής, ο φαρμακεύς, ο μάγος
  2. ο θυσιαζόμενος για καθαρμό της πόλης ή για άλλον λόγο
  3. ο άχρηστος άνθρωπος, το κάθαρμα, ο φαύλος

Συγγενικά επεξεργασία