λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακοπώλης < φάρμακ(ον) + -πώλης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαρμακοπώλης αρσενικό, γενική: του φαρμακοπώλου

  • εκείνος που πουλούσε φάρμακα ή χρώματα