Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φαρμᾰκοτρῐβα-
ονομαστική φαρμακοτρίβης οἱ φαρμακοτρίβαι
      γενική τοῦ φαρμακοτρίβου τῶν φαρμακοτριβῶν
      δοτική τῷ φαρμακοτρίβ τοῖς φαρμακοτρίβαις
    αιτιατική τὸν φαρμακοτρίβην τοὺς φαρμακοτρίβᾱς
     κλητική ! φαρμακοτρίβ φαρμακοτρίβαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαρμακοτρίβ
γεν-δοτ τοῖν  φαρμακοτρίβαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακοτρίβης < φάρμακ(ον) + -ο- + -τρίβης (τρίβω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρμακοτρίβης αρσενικό (φαρμᾰκοτρῐβης)

  1. ο παρασκευαστής των φαρμάκων για θεραπευτική χρήση αλλά και των δηλητηρίων
  2. ο βοηθός (δούλος) του φαρμακοπώλη
  3. ο παρασκευαστής χρωμάτων, ο οποίος κοπάνιζε ή έτριβε ουσίες με χρωστικές ιδιότητες

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φάρμακον και τρίβω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία