↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φαρμακοτριβεῖον τὰ φαρμακοτριβεῖ
      γενική τοῦ φαρμακοτριβείου τῶν φαρμακοτριβείων
      δοτική τῷ φαρμακοτριβεί τοῖς φαρμακοτριβείοις
    αιτιατική τὸ φαρμακοτριβεῖον τὰ φαρμακοτριβεῖ
     κλητική ! φαρμακοτριβεῖον φαρμακοτριβεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαρμακοτριβείω
γεν-δοτ τοῖν  φαρμακοτριβείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακοτριβεῖον < φάρμακ(ον) + -ο- + τρίβ(ω) + -εῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαρμακοτριβεῖον ουδέτερο