φαρμακοτριβεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρμακοτριβεῖον < φάρμακ(ον) + -ο- + τρίβ(ω) + -εῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρμακοτριβεῖον ουδέτερο
- (φαρμακευτική) ο χώρος όπου έτριβαν τις πρώτες ύλες για την παρασκευή φαρμάκων ή δηλητηρίων (π.χ. για την εξόντωση παρασίτων), αλλά και χρωμάτων
Πηγές
επεξεργασία- φαρμακοτριβεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαρμακοτριβεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.