Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμάττω < φάρμακον

  Ρήμα επεξεργασία

φαρμάττω- αττικός τύπος του φαρμάσσω

  1. θεραπεύω με φάρμακα
  2. κάνω μάγια
  3. χρωματίζω
  4. σκληραίνω, στερεοποιώ
  5. (μεταφορικά) καλοπιάνω με κολακείες
  6. δηλητηριάζω
  7. (για φαγητό) αρτύω, καρυκεύω

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία