φαρμακάω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
φαρμακάω-φαρμακῶ (δόκιμος ο ενεστώτας)
- υποφέρω από ένα δηλητήριο
- υποφέρω από μάγια
- χρειάζομαι φάρμακο (μεταγενέστερη έννοια)
φαρμακάω-φαρμακῶ (δόκιμος ο ενεστώτας)