→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δηλητήριος τὸ δηλητήριον
      γενική τοῦ/τῆς δηλητηρίου τοῦ δηλητηρίου
      δοτική τῷ/τῇ δηλητηρί τῷ δηλητηρί
    αιτιατική τὸν/τὴν δηλητήριον τὸ δηλητήριον
     κλητική ! δηλητήριε δηλητήριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δηλητήριοι τὰ δηλητήρι
      γενική τῶν δηλητηρίων τῶν δηλητηρίων
      δοτική τοῖς/ταῖς δηλητηρίοις τοῖς δηλητηρίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δηλητηρίους τὰ δηλητήρι
     κλητική ! δηλητήριοι δηλητήρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δηλητηρίω τὼ δηλητηρίω
      γεν-δοτ τοῖν δηλητηρίοιν τοῖν δηλητηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
από το δηλητήρ < δηλέομαι (βλάπτω)

  Επίθετο

επεξεργασία

δηλητήριος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία