Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δηλέομαι < λείπει η ετυμολογία
να μη συγχέεται με το δηλόομαι - δηλοῦμαι

δηλέομαι, συνηρημένο δηλοῦμαι

  1. βλάπτω, εξαπατώ, πληγώνω, είμαι επιβλαβής
    ※  ἐπεὶ δὲ ἔμαθον αὐτοὺς αἱ Ἀμαζόνες ἐπ᾽ οὐδεμιῇ δηλήσι ἀπιγμένους, ἔων χαίρειν (Ηρόδοτος, Ἱστοριῶν τετάρτη ἐπιγραφομένη Μελπομένη, 112)
    Κι οι Αμαζόνες κατάλαβαν πως δεν ήρθαν για να τις κάνουν κανένα κακό και τους άφηναν στην ησυχία τους (μετάφραση Η. Σπυρόπουλος, 1992, εκδ. Γκοβόστη, 4.112.1 [1])
  2. καταστρέφω, σπαταλώ

Συγγενικά

επεξεργασία