δηλέομαι
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δηλέομαι < → λείπει η ετυμολογία
- να μη συγχέεται με το δηλόομαι - δηλοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίαδηλέομαι, συνηρημένο δηλοῦμαι
- βλάπτω, εξαπατώ, πληγώνω, είμαι επιβλαβής
- ※ ἐπεὶ δὲ ἔμαθον αὐτοὺς αἱ Ἀμαζόνες ἐπ᾽ οὐδεμιῇ δηλήσι ἀπιγμένους, ἔων χαίρειν (Ηρόδοτος, Ἱστοριῶν τετάρτη ἐπιγραφομένη Μελπομένη, 112)
- Κι οι Αμαζόνες κατάλαβαν πως δεν ήρθαν για να τις κάνουν κανένα κακό και τους άφηναν στην ησυχία τους (μετάφραση Η. Σπυρόπουλος, 1992, εκδ. Γκοβόστη, 4.112.1 [1])
- ※ ἐπεὶ δὲ ἔμαθον αὐτοὺς αἱ Ἀμαζόνες ἐπ᾽ οὐδεμιῇ δηλήσι ἀπιγμένους, ἔων χαίρειν (Ηρόδοτος, Ἱστοριῶν τετάρτη ἐπιγραφομένη Μελπομένη, 112)
- καταστρέφω, σπαταλώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δηλέομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δηλέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.