pharmaceutique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
pharmaceutique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
L'industrie pharmaceutique : η βιομηχανία των φαρμάκων.
pharmaceutique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
L'industrie pharmaceutique : η βιομηχανία των φαρμάκων.