médicamenteux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | médicamenteux | médicamenteux |
θηλυκό | médicamenteuse | médicamenteuses |
Επίθετο
επεξεργασίαmédicamenteux (fr)
- φαρμακευτικός (σχετικός με τα φάρμακα)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | médicamenteux | médicamenteux |
θηλυκό | médicamenteuse | médicamenteuses |
médicamenteux (fr)