Ετυμολογία

επεξεργασία
medicinal < medicine + -al

  Επίθετο

επεξεργασία

medicinal (en) (χωρίς παραθετικά)

  • φαρμακευτικός
    medicinal substances which suppress pain/inflammation - φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τους πόνους/τις φλεγμονές