↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πικρομάρουλο τα πικρομάρουλα
      γενική του πικρομάρουλου των πικρομάρουλων
    αιτιατική το πικρομάρουλο τα πικρομάρουλα
     κλητική πικρομάρουλο πικρομάρουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πικρομάρουλο < μεσαιωνική ελληνική πικρομάρουλον[1] < ελληνιστική κοινή μαρούλιον < λατινική marulus (πικρός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πικρομάρουλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πικρομάρουλοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πικρομάρουλο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. πικρομάρουλον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)