Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πίκραμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πίκραμα
τα
πικράμα
τ
α
γενική
του
πικράμα
τ
ος
των
πικραμά
τ
ων
αιτιατική
το
πίκραμα
τα
πικράμα
τ
α
κλητική
πίκραμα
πικράμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πίκραμα
<
πικραίνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πίκραμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
πικραίνω
(
κυριολεκτικά
)
πικρία
(
μεταφορικά
)
άλλη μορφή
του
πίκρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πίκραμα
→
δείτε
τις λέξεις
πικρία
και
πίκρισμα