πικραμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πικραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πικραίνω
Μετοχή
επεξεργασίαπικραμένος, -η, -ο
- που έχει πικραθεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- θα γελάσει κάθε πικραμένος: θα γίνει κάτι πολύ αστείο ή γελοίο
- θα κλάψει κάθε πικραμένος: τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα