πικρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πικρικός | η | πικρική | το | πικρικό |
γενική | του | πικρικού | της | πικρικής | του | πικρικού |
αιτιατική | τον | πικρικό | την | πικρική | το | πικρικό |
κλητική | πικρικέ | πικρική | πικρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πικρικοί | οι | πικρικές | τα | πικρικά |
γενική | των | πικρικών | των | πικρικών | των | πικρικών |
αιτιατική | τους | πικρικούς | τις | πικρικές | τα | πικρικά |
κλητική | πικρικοί | πικρικές | πικρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πικρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική picric < αρχαία ελληνική πικρός
Επίθετο
επεξεργασίαπικρικός, -ή, -ό
- (χημεία) που έχει σχέση με το πικρικό οξύ ή αναφέρεται σ’ αυτό