πικροκυματούσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπικροκυματούσα θηλυκό
- (λογοτεχνικό) (αναφέρεται στη θάλασσα) που με τα κύματα και τις τρικυμίες προξενεί πίκρες και βάσανα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πικροκυματούσα
|