Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πικρό ουδέτερο

  • (μόνο στον ενικό) μια από τις πέντε βασικές γεύσεις

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πικρό