bitter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | bitter |
συγκριτικός | bitterer / more bitter |
υπερθετικός | bitterest / most bitter |
Επίθετο
επεξεργασίαbitter (en)
- πικρός, που έχει δριμεία και συνήθως δυσάρεστη γεύση
- πικρός, πικρόχολος, για λογομαχίες, διαφωνίες κτλ. που είναι πολύ σοβαρές και δυσάρεστες, με πολύ θυμό και μίσος
- ⮡ a bitter confrontation - πικρή αντιπαράθεση
- ⮡ a lengthy and bitter legal dispute - μακροχρόνια και πικρόχολη νομική διαμάχη
- πικραμένος, για άνθρωπο που νιώθει θυμό και δυστυχία γιατί νιώθει ότι του έχουν φερθεί άδικα
- ⮡ He was very bitter that he didn’t pass his exams.
- Ήταν πολύ πικραμένος που δεν πέρασε στις εξετάσεις.
- ⮡ He was very bitter that he didn’t pass his exams.
- πικρός, που κάνει κάποιον να νιώθει πολύ δυστυχισμένος· που προκαλείται από μεγάλη δυστυχία
- ⮡ a bitter disappointment - μια πικρή απογοήτευση
- ⮡ That is the bitter truth.
- Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
- δριμύς, διαπεραστικός, για καιρικές συνθήκες που είναι εξαιρετικά κρύες και δυσάρεστες
- ⮡ bitter cold - δριμύ/διαπεραστικό κρύο