κατάπικρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάπικρος < ελληνιστική κοινή κατάπικρος < κατα- + αρχαία ελληνική πικρός
Επίθετο επεξεργασία
κατάπικρος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάπικρος
|
κατάπικρος
|