Ετυμολογία

επεξεργασία
πικραίνομαι: παθητική φωνή του ρήματος πικραίνω

πικραίνομαι

  1. νιώθω μια μεγάλη πίκρα
  2. στεναχωριέμαι βαθιά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία