πικρόγλυκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πικρόγλυκος < πικρό- + γλυκός. → δείτε και το μεσαιωνικό πικρόγλυκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈkɾo.ɣli.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐κρό‐γλυ‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαπικρόγλυκος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) συνώνυμο του γλυκόπικρος
- ※ Σ’ ενα ανεκδοτικό επεισόδιο που διηγείται ο Αιλιανός (Ποικίλη Ἱστορία, 2, 19), αναγνωρίζω συμπυκνωμένην αυτήν την πικρόγλυκη στάση του Σωκράτους.
- Θεοδόσης Τάσιος. (2018) 'Ξανά ο Αριστοτέλης; Μεταξύ εμπειρίας και θεωρίας, Αθήνα: Εκδόσεις Άτων, 2018, σελ. 29
- ※ Σ’ ενα ανεκδοτικό επεισόδιο που διηγείται ο Αιλιανός (Ποικίλη Ἱστορία, 2, 19), αναγνωρίζω συμπυκνωμένην αυτήν την πικρόγλυκη στάση του Σωκράτους.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πικρόγλυκος
|
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπικρόγλυκος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πικρόγλυκος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)