επιτίμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιτίμηση | οι | επιτιμήσεις |
γενική | της | επιτίμησης* | των | επιτιμήσεων |
αιτιατική | την | επιτίμηση | τις | επιτιμήσεις |
κλητική | επιτίμηση | επιτιμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιτιμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιτίμηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτίμησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιτίμηση θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος) ποινή που επιβάλλεται σε κληρικούς από εκκλησιαστικό δικαστήριο
- έντονη επίκριση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιτίμηση