Δείτε επίσης: παραγγελία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραγγελιά οι παραγγελιές
      γενική της παραγγελιάς των παραγγελιών
    αιτιατική την παραγγελιά τις παραγγελιές
     κλητική παραγγελιά παραγγελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγγελιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παραγγελιά < αρχαία ελληνική παραγγελία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾaŋ.ɟeˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ραγ‐γε‐λιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραγγελιά θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) παραγγελία, εντολή
  2. τραγούδι που ζητά κάποιος σε νυχτερινό κέντρο από τους οργανοπαίχτες, συνήθως για να χορέψει μόνος του
    ※  «Παραγγελιά», και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν / κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη (Δ. Σαββόπουλος, τραγούδι: Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία