παραγγελιοδόχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραγγελιοδόχος < παραγγελί(α) + -ο- + -δόχος ( < δέχομαι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραγγελιοδόχος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) άτομο που παίρνει μια παραγγελία και προσπαθεί να την διεκπεραιώσει
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραγγελιοδόχος