• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παραγγελιοδότης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Αντώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραγγελιοδότης οι παραγγελιοδότες
      γενική του παραγγελιοδότη των παραγγελιοδοτών
    αιτιατική τον παραγγελιοδότη τους παραγγελιοδότες
     κλητική παραγγελιοδότη παραγγελιοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παραγγελιοδότης < παραγγελία + -ο- + -δότης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραγγελιοδότης αρσενικό (θηλυκό παραγγελιοδότρια)

  • αυτός που δίνει μια παραγγελία

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • παραγγελιοδόχος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παραγγελιοδότης
  • γαλλικά : commanditaire (fr)
  • γερμανικά : Auftraggeber (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παραγγελιοδότης&oldid=5637417"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Δεκεμβρίου 2022, στις 21:08

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Δεκεμβρίου 2022, στις 21:08.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας