↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραγγελιοδότρια οι παραγγελιοδότριες
      γενική της παραγγελιοδότριας των παραγγελιοδοτριών
    αιτιατική την παραγγελιοδότρια τις παραγγελιοδότριες
     κλητική παραγγελιοδότρια παραγγελιοδότριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραγγελιοδότρια < παραγγελιοδότης + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραγγελιοδότρια θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία