παραλήπτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλήπτρια < παραλήπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραλήπτρια θηλυκό
- θηλυκό του παραλήπτης
- ※ Εξίσου δελεαστική είναι η υπόθεση ότι οι απεικονίσεις της Παναγίας με ένα βιβλίο στο χέρι αντικατοπτρίζουν και απηχούν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της παραλήπτριας του κώδικα, της σεβαστοκρατόρισσας Ειρήνης, μιας γυναίκας δηλαδή που υπήρξε παραγγελιοδότρια έργων της κοσμικής λογοτεχνίας στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα, και γι’ αυτό το λόγο ίσως και να την ενδιέφερε να υπογραμμισθεί η εγγραμματοσύνη της Παρθένου. (Καλλιρρόη Λινάρδου, «Η Παναγία και τα βιβλία της στις εικονογραφημένες ομιλίες του Ιάκωβου της μονής Κοκκινοβάφου: γυναικεία εγγραμματοσύνη ή στρατηγικές εικαστικής αφήγησης;», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 29 (2011) 48)
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραλήπτρια
|