απαράγγελτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαράγγελτος < α- + παραγγέλνω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
απαράγγελτος, -η, -ο
- που δεν έχει παραγγελθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παραγγέλνω και αγγέλλω