Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαράγγελτος η απαράγγελτη το απαράγγελτο
      γενική του απαράγγελτου της απαράγγελτης του απαράγγελτου
    αιτιατική τον απαράγγελτο την απαράγγελτη το απαράγγελτο
     κλητική απαράγγελτε απαράγγελτη απαράγγελτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαράγγελτοι οι απαράγγελτες τα απαράγγελτα
      γενική των απαράγγελτων των απαράγγελτων των απαράγγελτων
    αιτιατική τους απαράγγελτους τις απαράγγελτες τα απαράγγελτα
     κλητική απαράγγελτοι απαράγγελτες απαράγγελτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαράγγελτος < α- + παραγγέλνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

απαράγγελτος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία