Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραγγελμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παραγγελμέν
ος
η
παραγγελμέν
η
το
παραγγελμέν
ο
γενική
του
παραγγελμέν
ου
της
παραγγελμέν
ης
του
παραγγελμέν
ου
αιτιατική
τον
παραγγελμέν
ο
την
παραγγελμέν
η
το
παραγγελμέν
ο
κλητική
παραγγελμέν
ε
παραγγελμέν
η
παραγγελμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παραγγελμέν
οι
οι
παραγγελμέν
ες
τα
παραγγελμέν
α
γενική
των
παραγγελμέν
ων
των
παραγγελμέν
ων
των
παραγγελμέν
ων
αιτιατική
τους
παραγγελμέν
ους
τις
παραγγελμέν
ες
τα
παραγγελμέν
α
κλητική
παραγγελμέν
οι
παραγγελμέν
ες
παραγγελμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραγγελμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παραγγέλνω
και
παραγγέλλω
Μετοχή
επεξεργασία
παραγγελμένος, -η, -ο
που έχει
παραγγελθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
απαράγγελτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραγγελμένος
αγγλικά
:
ordered
(en)