Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραγγελμένος η παραγγελμένη το παραγγελμένο
      γενική του παραγγελμένου της παραγγελμένης του παραγγελμένου
    αιτιατική τον παραγγελμένο την παραγγελμένη το παραγγελμένο
     κλητική παραγγελμένε παραγγελμένη παραγγελμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραγγελμένοι οι παραγγελμένες τα παραγγελμένα
      γενική των παραγγελμένων των παραγγελμένων των παραγγελμένων
    αιτιατική τους παραγγελμένους τις παραγγελμένες τα παραγγελμένα
     κλητική παραγγελμένοι παραγγελμένες παραγγελμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγγελμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραγγέλνω και παραγγέλλω

  Μετοχή επεξεργασία

παραγγελμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία