Ετυμολογία

επεξεργασία
steigen < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική stîgen < παλαιά άνω γερμανική stīgan < πρωτογερμανική *stīganą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ-[1]

  Προφορά

επεξεργασία
 

steigen (de)

  1. ανεβαίνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω
    ⮡  die Temperatur steigt - ανεβαίνει η θερμοκρασία
  2. ανεβαίνω {πάνω σε κάτι)
    ⮡  auf einen Berg steigen - ανεβαίνω πάνω σε ένα βουνό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «στοίχος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.