Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.tɾi.ʝiˈɾi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐τρι‐γυ‐ρί‐ζο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

περιτριγυρίζομαι, π.αόρ.: περιτριγυρίστηκα, μτχ.π.π.: περιτριγυρισμένος, (ενεργ.: περιτριγυρίζω)